ηθοποιητικός

ηθοποιητικός
ἠθοποιητικός, -ή, -όν (Μ)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ηθοποιία, που είναι ικανός να εκφράζει το ήθος, τον χαρακτήρα, την έκφραση προσώπων, μιμητικός.
επίρρ...
ἠθοποιητικῶς (Μ)
με τρόπο ηθοποιητικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήθος + ποιητικός (< ποιητής)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἠθοποιητικῶς — ἠθοποιητικός expressive of character. adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ԲԱՐԱՌՆԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 1 441 Chronological Sequence: Unknown date ա. ἡθοποιητικός, ἡθοποιός morum fictione Որ ինչ ասի բարառնաբար, կամ բարառնութեամբ: *Բարառնական է, որ ըստ ժամանակի շարադրի, ʼի բուսոց կամ ʼի տնկոց առադրեալ օրինակի. Տօնակ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”