- ηθοποιητικός
- ἠθοποιητικός, -ή, -όν (Μ)αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ηθοποιία, που είναι ικανός να εκφράζει το ήθος, τον χαρακτήρα, την έκφραση προσώπων, μιμητικός.επίρρ...ἠθοποιητικῶς (Μ)με τρόπο ηθοποιητικό.[ΕΤΥΜΟΛ. < ήθος + ποιητικός (< ποιητής)].
Dictionary of Greek. 2013.